χρυσίζει

χρυσίζει
χρυσίζω
to be golden
pres ind mp 2nd sg
χρυσίζω
to be golden
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έγχρυσος — ἔγχρυσος, ον (Α) επιχρυσωμένος, χρυσωμένος αρχ. αυτός που μοιάζει με χρυσό, που χρυσίζει …   Dictionary of Greek

  • ηλιόχρυσος — και λιόχρυσος, η, ο αυτός που χρυσίζει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χρυσός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Αλέξ. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… …   Dictionary of Greek

  • υπόχρυσος — η, ο / ὑπόχρυσος, ον, ΝΑ 1. επίχρυσος 2. αυτός που χρυσίζει αρχ. 1. αυτός που περιέχει χρυσό («γῆ ὑπόχρυσος», Πολυδ.) 2. ο υπερβολικά πλούσιος («ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκων τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρυσός (πρβλ. ἐπί …   Dictionary of Greek

  • χρυσοειδής — ές, ΝΜΑ, και χρυσειδής Α όμοιος με χρυσό αρχ. το ουδ. ως ουσ. το χρυσοειδές χρώμα που χρυσίζει («τὸ χρυσοειδὲς γίνεται, ὅταν τὸ ξανθὸν καὶ τὸ ἡλιῶδες πυκνωθὲν ἰσχυρῶς στίλβῃ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκίτρινος — η, ο / χρυσοκίτρινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει χρώμα κίτρινο που χρυσίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κίτρινος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκόκκινος — η, ο / χρυσοκόκκινος, ον, ΝΜ (για υφάσματα ή ενδύματα) πορφυρός και χρυσοκέντητος νεοελλ. αυτός που έχει κόκκινο χρώμα που χρυσίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόκκινος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσολαμπής — ές, ΝΜ αυτός που λάμπει όπως ο χρυσός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσολαμπής ζωολ. ονομασία πολύχρωμου πτηνού τού οποίου το πτέρωμα χρυσίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι λαμπής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσολούλουδο — το, Ν (ποιητ. τ.) λουλούδι που χρυσίζει («το χορτάρι, χρυσολούλουδα κεντημένο», Ψυχάρ.) …   Dictionary of Greek

  • χρυσομελιτάρης — ο, Ν αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, που χρυσίζει («κυρά μου, εσύ σαι ο ποταμός ο χρυσομελιτάρης», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μέλι, ιτος + κατάλ. άρης (πρβλ. περιβολ άρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”